establish
ιδρύω
declare
δηλώνω
refinance
αναχρηματοδοτώ αναχρηματοδότηση
dissertation
πτυχιακή εργασία πτυχιακή διατριβή
fed up
αγανακτισμένος μπουχτισμένος
layover
στάση
soaring
μεγάλη ύψωση που πετάει ψηλά που απογειώνεται που κερδίζει ύψος
afford
οικονομική δυνατότητα ανταπεξέρχομαι οικονομικά
cut back
μειώνω
get rid
ξεφορτώνομαι
resume
βιογραφικό
treat
φέρομαι συμπεριφέρομαι θεραπεύω κερνάω
fairly
αρκετά Δίκαια
reward
βραβείο έπαθλο ανταμοιβή επιβράβευση
explicitly
ρητά κατηγορηματικά λεπτομερέστατα απερίφραστα
ladder
ιεραρχία σκάλα κλίμακα
subtle
διακριτικός προσεγμένος εύστροφος ευφυής εύστοχος αμυδρός
heartfelt [adj]
ειλικρινής ανυπόκριτος ή εγκάρδιος
furniture
έπιπλο επίπλωση
stapler
συρραπτικό
flimsy
ατεκμηρίωτος αβάσιμος ασταθής
Hold On
αντέχω κάνω υπομονή
accurate
ακριβής σωστός
proposal
πρόταση
inordinate
υπέρμετρος υπερβολικός
pastime
αγαπημένη ασχολία χόμπι
exhilarating
αναζωογονητικός συναρπαστικός απολαυστικός
smorgasbord
ποικιλία συλλογή μπουφές
pace
ρυθμός βηματισμός δίνω βρίσκω ρυθμό
amount
ποσότητα σύνολο ή ποσό
convenient
κατάλληλος πρακτικός βολικός χρήσιμος
unspectacular
μη θεαματικός μη εντυπωσιακός
particularly
ξεχωριστά ειδικά ιδιαίτερα
spike
ακίδα καρφί αιχμή κορυφή
precaution
μέτρο ασφαλείας προφύλαξη
trajectory
τροχιά πορεία
epicentre
επίκεντρο
commiting
δέσμευση
plot
κομμάτι γης σχέδιο συνωμοσία σκευωρία γραφική απεικόνιση γραφική παράσταση πλεκτάνη
substantive
ουσιώδης ουσιαστικός σημαντικός
annexure
παράρτημα
potential
πιθανός ενδεχόμενος δυνητικός
inappropriate
ακατάλληλος
fatality
δυστύχημα θανατηφόρο ατύχημα (καθομιλουμένη) συμφορά
takeoff
απογείωση εκτόξευση απότομη άνοδος
crash-land
κάνω αναγκαστική προσγείωση
meditate
διαλογίζομαι Κάνω διαλογισμό
wheelchair
αναπηρικό καροτσάκι
charity
φιλανθρωπική οργάνωση κοινωνική προσφορά ελεημοσύνη φιλανθρωπία
harness
αξιοποιώ τιθασεύω ή εκμεταλλεύομαι
remain
παραμένει
rumble
βοή βροντή γουργουρητό συμπλοκή
bark
γαύγισμα
harvest
θερισμός,συγκομιδή
abide
συμμορφώνομαι
absent
απών
absorb
απορροφάω απορροφώ
accessory
εξάρτημα αξεσουάρ βοήθημα συνεργός σε έγκλημα
acclaim
επευφημώ αναγνώριση αναγνωρίζω
acquisition
απόκτηση εκμάθηση εξαγορά
Gathering
συγκέντρωση συλλογή
purse
Τσάντα πορτοφόλι [γυναικεία]
counter
ανταποδίδω αντιπαραθέτω αντιτάσσω ταμείο η θυρίδα η καταμετρητής
rack
ράφι κρεμάστρα
badges
κονκάρδα διακριτικό σήμα ένδυμα κάρτα αναγνώρισης
warehouse
αποθήκη
club
σύλλογος όμιλος
enclosure
περίφραξη περιφραγμένος χώρος
hose
λάστιχο μανίκα
intersection
διασταύρωση
autumn
φθινόπωρο
Fair
δίκαιο καθαρογραμμένο
among
ανάμεσα αναμεταξύ
vast
απέραντο αχανή ατελείωτο τεράστιο
on loan
σε δανεισμό για προσωρινή χρήση
lobby
προθάλαμος αίθουσα αναμονής
unanticipated
αιφνίδιος απροσδόκητος απρόοπτοςαναπάντεχος απρόσμενοςξαφνικός
shuttle
μεταφέρω μετακινώ λεωφορειάκι
compound
συνδυασμός σύνθεση ένωση
grand opening
εγκαίνια
editorial
δημοσιογραφικό συντακτικό άρθρο γνώμης
eraborate
πολύπλοκος περίτεχνος περίπλοκος
handout
ενημερωτικό έντυπο δωρεάν διαφημιστικό κοινωνικές απολαβές
booth
περίπτερο παράγκα θαλαμος
misguided
άστοχος λανθασμένος εσφαλμένος
individual
χωριστός ξεχωριστός μεμονωμένος ατομο
entity
οντότητα φορέας οργάνωση οργανισμός
rely
βασίζομαι στηρίζομαι εμπιστεύομαι
inquire
ρωτάω σχετικά καταθέτω ερώτηση
according
σύμφωνα με συμφωνία
errand
εξωτερική δουλειά εξωτερική εργασία θέλημα
whether
ανεξαρτήτως ανεξάρτητα του εαν είναι
jammed
που έχει κολλήσει που έχει φρακάρει που έχει μαγκώσει που έχει σφηνώσει
properly
καθώς πρέπει φυσιολογικά κανονικά σωστά
revise
επιμελούμαι διορθώνω αναθεωρώ
occasion
περίπτωση εκδήλωση γεγονός περίσταση
teller
αφηγητής αφηγήτρια η ταμίας ή καταμετρητής
orientation
προσανατολισμός
assess
αξιολογώ εκτιμώ
nuts
ξηρός καρπός
lock up
κλειδώνω κλείνω
custodian
φύλακας επίτροπος επιστάτης
exclusion
αποκλεισμός μη συμπερίληψη εξαίρεση
write down
γράφω σημειώνω
fond
τρυφερός στοργικός ή νοιάζομαι για κάποιον τρέφω στοργή για κάποιον μου αρέσει να κάνω κάτι
notice
προειδοποίηση ειδοποίηση γνωστοποίηση σημασία προσοχή
aware
έχω το νου μου είμαι προσεκτικός είμαι σε ετοιμότητα
ride
πηγαίνω με κάτι καβαλάω ή ιππεύω
shoppers
αγοραστής ή καταναλωτής ή πελάτης
illustrate
απεικονίζω αποτυπώνω ή εικονογράφω ή διευκρινίζω η εξηγώ
inefficient
αναποτελεσματικός ή μη αποδοτικός ή αντιπαραγωγικός
backed up
φραγμένος βουλωμένος ή δημιουργώ αντίγραφα ασφαλείας
entrepreneur
επιχειρηματίας
pursuing
καταδιώκω επιδιώκω
apparently
προφανώς
distinguish
διακρίνω ξεχωρίζω
submission
υποβολή υποψηφιότητα
nevertheless
εντούτοις παρ 'όλα αυτά
flaw
ελάττωμα ατέλεια ψεγάδι μειονέκτημα
essential
ουσιώδης στοιχειώδης απαραίτητος αναγκαίος
renovations
ανακαινίσεις
gratitude
ευγνωμοσύνη
staffing
στελέχωση επάνδρωση
allot
κατανέμω διανέμω διαθέτω παρέχω
portion
τμήμα μέρος κομμάτι μερίδα
prominent
εξέχων περίφημος πασίγνωστος επιφανής διακεκριμένος
Division
διαχωριστικό διάκριση διχογνωμία
comparable
συγκρίσιμος παρεμφερής Παρομοίoς
agency
πρακτορείο γραφείο υπηρεσία οργανισμός
renunciation
αποκήρυξη απάρνηση
mammal
θηλαστικό
claw
νύχι δαγκάνα γρατζουνάω
paw
πατούσα πέλμα αγγίζω με το πόδι
snatch
αρπάζω γρήγορη κίνηση άρπαγμα
scholarship
υποτροφία ή ακαδημαϊκές γνώσεις
applicant
υποψήφιος ή αιτών
application
εφαρμογή αίτηση
invoice
τιμολόγιο
subject
θέμα μάθημα υποκείμενο υποβάλλω
due
πληρωτέο υποβλητέο παραδοτέο
reflect
εκφράζω φανερώνω αντικατοπτρίζω καθρεφτίζω
respite
διάλειμμα ανάπαυλα προσωρινή ξεκούραση
commuter
εργαζόμενος που πάει στη δουλειά του προαστιακός σιδηρόδρομος
carpool
ομάδα που μετακινείται με το ίδιο αυτοκίνητο για να μειώσει τα έξοδα
initiatives
πρωτοβουλία ή δυναμισμός ή ικανότητα να παίρνει κάποιος πρωτοβουλίες
narrative
αφήγηση διήγηση ρητορική
confident
σίγουρος [adj] γεμάτος αυτοπεποίθηση
hesitation
δισταγμός παύση
out of
εκτός έξω από
in order to
για να
buzz
χτυπάω χτυπώ ακούγομαι
fidget
κινούμαι νευρικά
well versed
ειδήμων που έχει βαθιά γνώση
contemporary
σύγχρονος
aside
στην άκρη στο πλάι παράμερα πιο πέρα
crowd
πλήθος κόσμος κοινό
kidding
αστεϊσμός
hold
κατέχω διεξαγω ή βαστώ ή κρατώ ή συνέρχεται
infer
συμπεραίνω βγάζω συμπέρασμα
ample[adj]
άφθονος αρκετός επαρκής
delight
χαρά απόλαυση ευχαρίστηση ικανοποίηση
inn
πανδοχείο ξενώνας
sincerely
Με εκτίμηση ή ειλικρινά πραγματικά
recipient
παραλήπτης παραλήπτρια
booklet
βιβλιάριο
attach
συνδέω
regulation
κανονισμός κανόνας
requirement
απαραίτητη προϋπόθεση
significant
σημαντικός αξιόλογος εξέχων
uptick
ανοδική τάση η άνοδος
standing [professional for political]
ορθιος ορθοστασία κύρος
expansion
επέκταση
approval
αποδοχή έγκριση επιδοκιμασία
whereby [adv]
με τον οποίο μέσω του οποίου κατα την εννοια με ποιό τρόπο
frantically
φρενιασμένα μανιωδώς ξέφρενα έξαλλα
expedite
επισπεύδω επιταχύνω (το ζήτημα) προωθώ
stumble
σκοντάφτω
instead
Αντ'αυτού Άντι
precise
ακριβής συγκεκριμένος λεπτομερής
scope [n]
πεδίο εφαρμογής ή αρμοδιότητα πλαισιο τομέας
policy
πολιτική
admission
παραδοχή είσοδος δικαίωμα εισόδου εισαγωγή εισιτήριο
embed
ενσωματώνω βυθίζω εισάγω
put down
αφήνω ακουμπώ ταπεινώνω εξευτελίζω
inquiry
έρευνα ερώτημα αίτημα
run around
πηγαίνω από εδώ και από εκεί τρέχω δεξιά αριστερά τρέχω πέρα δώθε
suspend
αναστέλλω διακόπτω προσωρινά κρεμάω κρεμώ
envision
οραματίζομαι φαντάζομαι (μεταφορικά) συλλαμβάνω
empower
δίνω δύναμη ή εμψυχώνω
evolve
προέρχομαι εξελίσσομαι
ancestor
πρόγονος
cumulative
αθροιστικός
admire [v]
θαυμάζω
commotion
αναστάτωση αναταραχή φασαρία
alter
αλλάζω ή μεταβάλω ή τροποποιώ
lenses
φακοί
apparently
προφανώς ή από ότι φαίνεται όπως φαίνεται
gear
σύνεργα ή εξοπλισμός ή εργαλεία
raise
σηκώνω ή ανεβάζω
overhead
εναέριος αιωρούμενος ψηλά ή πάνω από το κεφάλι μου
compartment
διαμέρισμα τμήμα κουπέ
incentive
κίνητρο ελατήριο αμοιβή απολαβές
host
οικοδεσπότης οικοδέσποινα παρουσιαστής παρουσιάστρια
workspace
χώρος εργασίας
subtract
κάνω αφαίρεση αφαιρώ βγάζω
sum
άθροισμα σύνολο πρόσθεση ποσό
fountaine
συντριβάνι ψύκτης Βρύση
contractor
εξωτερικός συνεργάτης εργολάβος εργολήπτης εργολήπτρια
renovate
ανακαινίζω
drop off
πτώση μείωση
regarding [prep]
σχετικά αναφορικα προς
clue
στοιχείο ένδειξη ιδέα
turnout
προσέλευση συμμετοχή παρίσταμαι παρευρίσκομαι παρακολουθώ
devote [v]
Αφιερώνω αφιερωνομαι αφοσιωνομαι
vacant
κενός ελεύθερος διαθέσιμος
determine
καθορίζω προσδιορίζω εξακριβώνω διαπιστώνω
disruption
διακοπή αναστάτωση διαταραχή
permit
επιτρέπω άδεια
parcel
δέμα πακέτο οικόπεδο αγροτεμάχιο
enroll
δηλώνω συμμετοχή κάνω εγγραφή η εγγράφομαι
gown
ρόμπα μπουρνούζι ή τουαλέτα [βραδινό φόρεμα]
injury
τραυματισμός τραύμα βλάβη πλήγμα
usher
συνοδός συνοδεύω ταξιθέτης
footage
αμοντάριστο υλικό ή εμβαδόν σε τετραγωνικά μέτρα
senior
ανώτερος μεγαλύτερος παλαιότερος πρεσβύτερος τελειόφοιτος
insufficient
ανεπαρκής
though
Ωστόσο παρόλο που μολονότι αν και
chain
αλυσίδα
stating
Πολιτεία κράτος δηλώνω διατυπώνω εκθέτω παραθέτω περιγράφω
outage
διακοπή ή διακοπή λειτουργίας
Patron
χορηγός χρηματοδότης υποστηρικτής πελάτης θαμώνας
accent
προσφορά τόνος τονίζω έμφαση
Procrastination
αναβλητικότητα
Divide
χωρίζω διαχωρίζω διαιρώ
wrinkled
τσαλακωμένο
bake
ψήνω
awkward
αδέξιος άγαρμπος δύσκολος παράξενος περίεργος
concern
απασχολώ αφορώ ανησυχώ προβληματίζω ενδιαφέρω
envious [adj]
φθονερός ζηλόφθονος γεμάτος ζήλια
Lakefront [n]
δίπλα σε ακτή ή παραλίμνιος
Workshop [n]
εργαστήριο ή σεμινάριο
anticipated [adj]
αναμενόμενο
anticipate [vtr]
αναμένω προσδοκώ
book fair [n]
παζάρι βιβλίου η έκθεση βιβλίου
attainment [n]
επίτευξη επιτυχία επίτευγμα κατόρθωμα
approve
Εγκρίνω αποδέχομαι
revision
διόρθωση αλλαγή αναθεώρηση
overdue
καθυστερημένος αργοπορημένος που έχει ήδη αργήσει
squeeze
πατάω πιέζω συμπιέζω
pledge
υπόσχεση δέσμευση όρκος δείγμα ένδειξη ενέχυρο
detach
αφαιρώ αποχωριζω αποκοπτω απoσπάω αποσπώ αποσυνδέω
equitable
δίκαιος
get off [v]
αποβιβάζομαι κατεβαίνω
despair
απόγνωση απελπισία
bounce off
αναπηδάω αναπηδώ
supplemental
συμπληρωματικός πρόσθετος επιπρόσθετος
decontamination [n]
απολύμανση
sigh[v] [sigh (n)]
αναστενάζω ξεφυσάω ξεφυσώ αναστεναγμός
intoxication
μέθη νάρκωση δηλητηρίαση
prolonged
παρατεταμένος
depict
αναπαριστώ απεικονίζω
keen
φανατικός ενθουσιώδης μανιώδης παθιασμένος
tentatively [adv]
προσωρινά διστακτικα δοκιμαστικά
reprise
επανάληψη ξαναρχίζω επαναλαμβάνω
dispatched
σταλθείς απεσταλμένος αποστέλλω στέλνω
Unbeknownst
εν αγνοία χωρίς να το ξέρει
sighted
που θεάθηκε που παρατηρήθηκε που εντοπίστηκε
Mansion
αρχοντικό έπαυλη πολυκατοικία
hill
λόφος
on the verge of
στα πρόθυρα στο χείλος του
sneak preview
μια πρώτη γεύση
bearing
φέρσιμο τρόπος συμπεριφορά
attain [v]
επιτυγχάνω πετυχαίνω κατορθώνω (καθομιλουμένη: το στόχο)πιάνω
sound asleep [adj]
που κοιμάται βαθιά η που κοιμάται του καλού καιρού
mainly
κυρίως ως επί το πλείστον κατά κύριο λόγο κατ' εξοχήν
diligently [adv]
εργατικά επιμελώς
splendid [adj+adv]
υπέροχος θαυμάσιος εξαιρετικός [επιθ] υπέροχα θαυμάσια εξαιρετικά [επίρ]
perseverance [n]
επιμονή [ουσ θηλ] πείσμα
reveal
αποκαλύπτω φανερώνω προδίδω μαρτυρώ
attribute
χαρακτηριστικό γνώρισμα [ουσ ουδ] ιδιότητα [ουσ θηλ] προσόν [θετικό χαρακτηριστικό]
scorn [n+vtr]
περιφρόνηση καταφρόνηση απορρίπτω αρνούμαι
grin
χαμόγελο πλατύ χαμόγελο
liability [n]
ευθύνη υποχρέωση
disciplinary [adj]
πειθαρχικός
prosecution [n]
δίωξη
ensure [vtr]
εξασφαλίζω
proper [adj]
κατάλληλος πρέπων αρμόζων
in the wake of
στον απόηχο ή μετά από
in light off
υπό το φώς
attitude [n]
τρόπος στάση φέρσιμο
abolish [v]
καταργώ εξαλειφω απαλειφω καταλύω
banquet
συμπόσιο επίσημο δείπνο
agitation
αναταραχή η αναστάτωση η σύγχυση
settle
τακτοποιώ διευθετώ
containment
περιορισμός συγκράτηση
narrow
Στενός ή περιορισμένος
top-tier
κορυφαιου επιπεδου
correlation
συσχέτιση σύνδεση συσχετισμός
wage [n]
αμοιβή πληρωμή [ουσ θηλ] [μηνιαίος] μισθός [ουσ αρσ] Ημερομίσθιο [για μία μέρα] μεροκάματο [ουσ ουδ] [για μία νύχτα] νυχτοκάματο
claim
ισχυρισμός διεκδίκηση απαίτηση [ουσ θηλ] [επίσημο] αξίωση
unmistakable[adj]
αδιαμφισβήτητος εμφανής ξεκάθαρος ολοφάνερος
regard
θεωρώ εκτιμώ αφορώ σέβομαι έχω σε υπόληψη χαίρω εκτίμησης παρατηρώ κοιτάζω επίμονα κοιτάζω προσεκτικά
escalate
κλιμακωνεται
cluster
ομαδοποιούμαι συγκεντρώνομαι
thankful [adj for/to]
ευγνώμων
rolled out
παρουσιάζω [ρ μ] (εμπορικό προϊόν) λανσάρω [ρ μ] (εμφατικός τύπος) πρωτοπαρουσιάζω
audit [ n OR v ]
έλεγχος λογιστικός έλεγχος οικονομικός έλεγχος ελέγχω
establish
ιδρύω εγκαθιδρύω καθορίζω καθιερώνω επιβάλλω εξακριβώνω διαπιστώνω καταδεικνύω
labor
σκληρή δουλειά μόχθος κόπος εργατικά χέρια εργάζομαι σκληρά μοχθώ κοπιάζω κοπιάζω να κάνω κάτι κοπιάζω να πετύχω
Thrift
λιτότητα οικονομία αποταμίευση
spontaneous
αυθόρμητος ή παρορμητικός
unambiguous
ξεκάθαρος
susceptible [adj]
ευπαθής επιδεκτικός [επίθ] ευαίσθητος ευάλωτος που έχει την τάση να κάνει κτ που εντυπωσιάζεται από κτ που συγκινείται από
curfew
απαγόρευση κυκλοφορίας
confirmation
επιβεβαίωση βεβαίωση
fine
καλά εντάξει μια χαρά πρόστιμο κλήση
distinction
διαφορά διάκριση αντίθεση διαφοροποιηση
reside
ζω κατοικώ διαμένω
interventional
παρεμβατικος μεσολαβητικος
restraint
περιορισμός συγκράτηση
compromise
συμβιβασμός
Consequently [adv]
συνεπώς επομένως [επίρ]
Thus [adv]
έτσι [επίρ] με αυτό τον τρόπο [φρ ως επίρ] [επίσημο] κατ' αυτό τον τρόπo
furthermore
επιπλέον επιπροσθέτως επίσης ακόμα
peculiarity [n]
ιδιαιτερότητα [ουσ θηλ] ιδιομορφία ιδιοτυπία [ουσ θηλ] [αρνητικό νόημα] εκκεντρικότητα παραξενιά [ουσ]
Moreover
επιπλέον
foresee
προβλέπω
reams [n]
σωρός [ουσ αρσ] [καθομ: μεγάλο κείμενο] κατεβατό
disperse
σκορπίζομαι διασκορπίζομαι (πλήθος) σκορπίζω διασκορπίζω
nifty [adj --- great excellent]
φανταστικός
weariness
κούραση κόπωση εξάντληση
apathy
απάθεια
sanitize
απολυμαίνω ωραιοποιώ ευπρεπίζω
grime
μουντζούρα βρομιά λίγδα
revenant
φάντασμα αναστηθείς αναστημένος
ruthless
αδίστακτος ανελέητος
barely [adv]
ίσα που μόλις [επίρ] (καθομιλουμένη) με το ζόρι
lethal [adj]
θανατηφόρος θανάσιμος φονικός
squander
σπαταλάω σπαταλώ[ρ μ] κατασπαταλώ [ρ μ]
commence
αρχίζω ξεκινάω ξεκινώ
inherited [adj]
κληρονομικός [επίθ] που το έχω κληρονομήσει που το έχω πάρει
inherit [v]
κληρονομώ
intention
πρόθεση [ουσ θηλ] σκοπός στόχος
angst
αγχος
ghastly
αποτρόπαιος φρικτός τρομερός αποκρουστικός
luminous
φωτεινός λαμπερός λαμπρός
exegesis
εξήγηση επεξήγηση ερμηνεία
salvage
περισώζω περισυλλέγω [ρ μ] (καθομιλουμένη) σώζω
plight
δεινά [ουσ ουδ πλ] (μεταφορικά) γολγοθάς [ουσ αρσ] (καθομιλουμένη) παλιοκατάσταση
genial
καλοσυνάτος γλυκομίλητος ευκοινώνητος συμπαθητικός
association
οργάνωση ή ένωση ή συσχέτιση ή σύνδεσμος ή συσχετισμός
impression
εντύπωση
declare
δηλώνω
refinance
αναχρηματοδοτώ αναχρηματοδότηση
dissertation
πτυχιακή εργασία πτυχιακή διατριβή
fed up
αγανακτισμένος μπουχτισμένος
layover
στάση
soaring
μεγάλη ύψωση που πετάει ψηλά που απογειώνεται που κερδίζει ύψος
afford
οικονομική δυνατότητα ανταπεξέρχομαι οικονομικά
cut back
μειώνω
get rid
ξεφορτώνομαι
resume
βιογραφικό
treat
φέρομαι συμπεριφέρομαι θεραπεύω κερνάω
fairly
αρκετά Δίκαια
reward
βραβείο έπαθλο ανταμοιβή επιβράβευση
explicitly
ρητά κατηγορηματικά λεπτομερέστατα απερίφραστα
ladder
ιεραρχία σκάλα κλίμακα
subtle
διακριτικός προσεγμένος εύστροφος ευφυής εύστοχος αμυδρός
heartfelt [adj]
ειλικρινής ανυπόκριτος ή εγκάρδιος
furniture
έπιπλο επίπλωση
stapler
συρραπτικό
flimsy
ατεκμηρίωτος αβάσιμος ασταθής
Hold On
αντέχω κάνω υπομονή
accurate
ακριβής σωστός
proposal
πρόταση
inordinate
υπέρμετρος υπερβολικός
pastime
αγαπημένη ασχολία χόμπι
exhilarating
αναζωογονητικός συναρπαστικός απολαυστικός
smorgasbord
ποικιλία συλλογή μπουφές
pace
ρυθμός βηματισμός δίνω βρίσκω ρυθμό
amount
ποσότητα σύνολο ή ποσό
convenient
κατάλληλος πρακτικός βολικός χρήσιμος
unspectacular
μη θεαματικός μη εντυπωσιακός
particularly
ξεχωριστά ειδικά ιδιαίτερα
spike
ακίδα καρφί αιχμή κορυφή
precaution
μέτρο ασφαλείας προφύλαξη
trajectory
τροχιά πορεία
epicentre
επίκεντρο
commiting
δέσμευση
plot
κομμάτι γης σχέδιο συνωμοσία σκευωρία γραφική απεικόνιση γραφική παράσταση πλεκτάνη
substantive
ουσιώδης ουσιαστικός σημαντικός
annexure
παράρτημα
potential
πιθανός ενδεχόμενος δυνητικός
inappropriate
ακατάλληλος
fatality
δυστύχημα θανατηφόρο ατύχημα (καθομιλουμένη) συμφορά
takeoff
απογείωση εκτόξευση απότομη άνοδος
crash-land
κάνω αναγκαστική προσγείωση
meditate
διαλογίζομαι Κάνω διαλογισμό
wheelchair
αναπηρικό καροτσάκι
charity
φιλανθρωπική οργάνωση κοινωνική προσφορά ελεημοσύνη φιλανθρωπία
harness
αξιοποιώ τιθασεύω ή εκμεταλλεύομαι
remain
παραμένει
rumble
βοή βροντή γουργουρητό συμπλοκή
bark
γαύγισμα
harvest
θερισμόςσυγκομιδή
abide
συμμορφώνομαι
absent
απών
absorb
απορροφάω απορροφώ
accessory
εξάρτημα αξεσουάρ βοήθημα συνεργός σε έγκλημα
acclaim
επευφημώ αναγνώριση αναγνωρίζω
acquisition
απόκτηση εκμάθηση εξαγορά
Gathering
συγκέντρωση συλλογή
purse
Τσάντα πορτοφόλι [γυναικεία]
counter
ανταποδίδω αντιπαραθέτω αντιτάσσω ταμείο η θυρίδα η καταμετρητής
rack
ράφι κρεμάστρα
badges
κονκάρδα διακριτικό σήμα ένδυμα κάρτα αναγνώρισης
warehouse
αποθήκη
club
σύλλογος όμιλος
enclosure
περίφραξη περιφραγμένος χώρος
hose
λάστιχο μανίκα
intersection
διασταύρωση
autumn
φθινόπωρο
Fair
δίκαιο καθαρογραμμένο
among
ανάμεσα αναμεταξύ
vast
απέραντο αχανή ατελείωτο τεράστιο
on loan
σε δανεισμό για προσωρινή χρήση
lobby
προθάλαμος αίθουσα αναμονής
unanticipated
αιφνίδιος απροσδόκητος απρόοπτοςαναπάντεχος απρόσμενοςξαφνικός
shuttle
μεταφέρω μετακινώ λεωφορειάκι
compound
συνδυασμός σύνθεση ένωση
grand opening
εγκαίνια
editorial
δημοσιογραφικό συντακτικό άρθρο γνώμης
eraborate
πολύπλοκος περίτεχνος περίπλοκος
handout
ενημερωτικό έντυπο δωρεάν διαφημιστικό κοινωνικές απολαβές
booth
περίπτερο παράγκα θαλαμος
misguided
άστοχος λανθασμένος εσφαλμένος
individual
χωριστός ξεχωριστός μεμονωμένος ατομο
entity
οντότητα φορέας οργάνωση οργανισμός
rely
βασίζομαι στηρίζομαι εμπιστεύομαι
inquire
ρωτάω σχετικά καταθέτω ερώτηση
according
σύμφωνα με συμφωνία
errand
εξωτερική δουλειά εξωτερική εργασία θέλημα
whether
ανεξαρτήτως ανεξάρτητα του εαν είναι
jammed
που έχει κολλήσει που έχει φρακάρει που έχει μαγκώσει που έχει σφηνώσει
properly
καθώς πρέπει φυσιολογικά κανονικά σωστά
revise
επιμελούμαι διορθώνω αναθεωρώ
occasion
περίπτωση εκδήλωση γεγονός περίσταση
teller
αφηγητής αφηγήτρια η ταμίας ή καταμετρητής
orientation
προσανατολισμός
assess
αξιολογώ εκτιμώ
nuts
ξηρός καρπός
lock up
κλειδώνω κλείνω
custodian
φύλακας επίτροπος επιστάτης
exclusion
αποκλεισμός μη συμπερίληψη εξαίρεση
write down
γράφω σημειώνω
fond
τρυφερός στοργικός ή νοιάζομαι για κάποιον τρέφω στοργή για κάποιον μου αρέσει να κάνω κάτι
notice
προειδοποίηση ειδοποίηση γνωστοποίηση σημασία προσοχή
aware
έχω το νου μου είμαι προσεκτικός είμαι σε ετοιμότητα
ride
πηγαίνω με κάτι καβαλάω ή ιππεύω
shoppers
αγοραστής ή καταναλωτής ή πελάτης
illustrate
απεικονίζω αποτυπώνω ή εικονογράφω ή διευκρινίζω η εξηγώ
inefficient
αναποτελεσματικός ή μη αποδοτικός ή αντιπαραγωγικός
backed up
φραγμένος βουλωμένος ή δημιουργώ αντίγραφα ασφαλείας
entrepreneur
επιχειρηματίας
pursuing
καταδιώκω επιδιώκω
apparently
προφανώς
distinguish
διακρίνω ξεχωρίζω
submission
υποβολή υποψηφιότητα
nevertheless
εντούτοις παρ 'όλα αυτά
flaw
ελάττωμα ατέλεια ψεγάδι μειονέκτημα
essential
ουσιώδης στοιχειώδης απαραίτητος αναγκαίος
renovations
ανακαινίσεις
gratitude
ευγνωμοσύνη
staffing
στελέχωση επάνδρωση
allot
κατανέμω διανέμω διαθέτω παρέχω
portion
τμήμα μέρος κομμάτι μερίδα
prominent
εξέχων περίφημος πασίγνωστος επιφανής διακεκριμένος
Division
διαχωριστικό διάκριση διχογνωμία
comparable
συγκρίσιμος παρεμφερής Παρομοίoς
agency
πρακτορείο γραφείο υπηρεσία οργανισμός
renunciation
αποκήρυξη απάρνηση
mammal
θηλαστικό
claw
νύχι δαγκάνα γρατζουνάω
paw
πατούσα πέλμα αγγίζω με το πόδι
snatch
αρπάζω γρήγορη κίνηση άρπαγμα
scholarship
υποτροφία ή ακαδημαϊκές γνώσεις
applicant
υποψήφιος ή αιτών
application
εφαρμογή αίτηση
invoice
τιμολόγιο
subject
θέμα μάθημα υποκείμενο υποβάλλω
due
πληρωτέο υποβλητέο παραδοτέο
reflect
εκφράζω φανερώνω αντικατοπτρίζω καθρεφτίζω
respite
διάλειμμα ανάπαυλα προσωρινή ξεκούραση
commuter
εργαζόμενος που πάει στη δουλειά του προαστιακός σιδηρόδρομος
carpool
ομάδα που μετακινείται με το ίδιο αυτοκίνητο για να μειώσει τα έξοδα
initiatives
πρωτοβουλία ή δυναμισμός ή ικανότητα να παίρνει κάποιος πρωτοβουλίες
narrative
αφήγηση διήγηση ρητορική
confident
σίγουρος [adj] γεμάτος αυτοπεποίθηση
hesitation
δισταγμός παύση
out of
εκτός έξω από
in order to
για να
buzz
χτυπάω χτυπώ ακούγομαι
fidget
κινούμαι νευρικά
well versed
ειδήμων που έχει βαθιά γνώση
contemporary
σύγχρονος
aside
στην άκρη στο πλάι παράμερα πιο πέρα
crowd
πλήθος κόσμος κοινό
kidding
αστεϊσμός
hold
κατέχω διεξαγω ή βαστώ ή κρατώ ή συνέρχεται
infer
συμπεραίνω βγάζω συμπέρασμα
ample[adj]
άφθονος αρκετός επαρκής
delight
χαρά απόλαυση ευχαρίστηση ικανοποίηση
inn
πανδοχείο ξενώνας
sincerely
Με εκτίμηση ή ειλικρινά πραγματικά
recipient
παραλήπτης παραλήπτρια
booklet
βιβλιάριο
attach
συνδέω
regulation
κανονισμός κανόνας
requirement
απαραίτητη προϋπόθεση
significant
σημαντικός αξιόλογος εξέχων
uptick
ανοδική τάση η άνοδος
standing [professional for political]
ορθιος ορθοστασία κύρος
expansion
επέκταση
approval
αποδοχή έγκριση επιδοκιμασία
whereby [adv]
με τον οποίο μέσω του οποίου κατα την εννοια με ποιό τρόπο
frantically
φρενιασμένα μανιωδώς ξέφρενα έξαλλα
expedite
επισπεύδω επιταχύνω (το ζήτημα) προωθώ
stumble
σκοντάφτω
instead
Αντ'αυτού Άντι
precise
ακριβής συγκεκριμένος λεπτομερής
scope [n]
πεδίο εφαρμογής ή αρμοδιότητα πλαισιο τομέας
policy
πολιτική
admission
παραδοχή είσοδος δικαίωμα εισόδου εισαγωγή εισιτήριο
embed
ενσωματώνω βυθίζω εισάγω
put down
αφήνω ακουμπώ ταπεινώνω εξευτελίζω
inquiry
έρευνα ερώτημα αίτημα
run around
πηγαίνω από εδώ και από εκεί τρέχω δεξιά αριστερά τρέχω πέρα δώθε
suspend
αναστέλλω διακόπτω προσωρινά κρεμάω κρεμώ
envision
οραματίζομαι φαντάζομαι (μεταφορικά) συλλαμβάνω
empower
δίνω δύναμη ή εμψυχώνω
evolve
προέρχομαι εξελίσσομαι
ancestor
πρόγονος
cumulative
αθροιστικός
admire [v]
θαυμάζω
commotion
αναστάτωση αναταραχή φασαρία
alter
αλλάζω ή μεταβάλω ή τροποποιώ
lenses
φακοί
apparently
προφανώς ή από ότι φαίνεται όπως φαίνεται
gear
σύνεργα ή εξοπλισμός ή εργαλεία
raise
σηκώνω ή ανεβάζω
overhead
εναέριος αιωρούμενος ψηλά ή πάνω από το κεφάλι μου
compartment
διαμέρισμα τμήμα κουπέ
incentive
κίνητρο ελατήριο αμοιβή απολαβές
host
οικοδεσπότης οικοδέσποινα παρουσιαστής παρουσιάστρια
workspace
χώρος εργασίας
subtract
κάνω αφαίρεση αφαιρώ βγάζω
sum
άθροισμα σύνολο πρόσθεση ποσό
fountaine
συντριβάνι ψύκτης Βρύση
contractor
εξωτερικός συνεργάτης εργολάβος εργολήπτης εργολήπτρια
renovate
ανακαινίζω
drop off
πτώση μείωση
regarding [prep]
σχετικά αναφορικα προς
clue
στοιχείο ένδειξη ιδέα
turnout
προσέλευση συμμετοχή παρίσταμαι παρευρίσκομαι παρακολουθώ
devote [v]
Αφιερώνω αφιερωνομαι αφοσιωνομαι
vacant
κενός ελεύθερος διαθέσιμος
determine
καθορίζω προσδιορίζω εξακριβώνω διαπιστώνω
disruption
διακοπή αναστάτωση διαταραχή
permit
επιτρέπω άδεια
parcel
δέμα πακέτο οικόπεδο αγροτεμάχιο
enroll
δηλώνω συμμετοχή κάνω εγγραφή η εγγράφομαι
gown
ρόμπα μπουρνούζι ή τουαλέτα [βραδινό φόρεμα]
injury
τραυματισμός τραύμα βλάβη πλήγμα
usher
συνοδός συνοδεύω ταξιθέτης
footage
αμοντάριστο υλικό ή εμβαδόν σε τετραγωνικά μέτρα
senior
ανώτερος μεγαλύτερος παλαιότερος πρεσβύτερος τελειόφοιτος
insufficient
ανεπαρκής
though
Ωστόσο παρόλο που μολονότι αν και
chain
αλυσίδα
stating
Πολιτεία κράτος δηλώνω διατυπώνω εκθέτω παραθέτω περιγράφω
outage
διακοπή ή διακοπή λειτουργίας
Patron
χορηγός χρηματοδότης υποστηρικτής πελάτης θαμώνας
accent
προσφορά τόνος τονίζω έμφαση
Procrastination
αναβλητικότητα
Divide
χωρίζω διαχωρίζω διαιρώ
wrinkled
τσαλακωμένο
bake
ψήνω
awkward
αδέξιος άγαρμπος δύσκολος παράξενος περίεργος
concern
απασχολώ αφορώ ανησυχώ προβληματίζω ενδιαφέρω
envious [adj]
φθονερός ζηλόφθονος γεμάτος ζήλια
Lakefront [n]
δίπλα σε ακτή ή παραλίμνιος
Workshop [n]
εργαστήριο ή σεμινάριο
anticipated [adj]
αναμενόμενο
anticipate [vtr]
αναμένω προσδοκώ
book fair [n]
παζάρι βιβλίου η έκθεση βιβλίου
attainment [n]
επίτευξη επιτυχία επίτευγμα κατόρθωμα
approve
Εγκρίνω αποδέχομαι
revision
διόρθωση αλλαγή αναθεώρηση
overdue
καθυστερημένος αργοπορημένος που έχει ήδη αργήσει
squeeze
πατάω πιέζω συμπιέζω
pledge
υπόσχεση δέσμευση όρκος δείγμα ένδειξη ενέχυρο
detach
αφαιρώ αποχωριζω αποκοπτω απoσπάω αποσπώ αποσυνδέω
equitable
δίκαιος
get off [v]
αποβιβάζομαι κατεβαίνω
despair
απόγνωση απελπισία
bounce off
αναπηδάω αναπηδώ
supplemental
συμπληρωματικός πρόσθετος επιπρόσθετος
decontamination [n]
απολύμανση
sigh[v] [sigh (n)]
αναστενάζω ξεφυσάω ξεφυσώ αναστεναγμός
intoxication
μέθη νάρκωση δηλητηρίαση
prolonged
παρατεταμένος
depict
αναπαριστώ απεικονίζω
keen
φανατικός ενθουσιώδης μανιώδης παθιασμένος
tentatively [adv]
προσωρινά διστακτικα δοκιμαστικά
reprise
επανάληψη ξαναρχίζω επαναλαμβάνω
dispatched
σταλθείς απεσταλμένος αποστέλλω στέλνω
Unbeknownst
εν αγνοία χωρίς να το ξέρει
sighted
που θεάθηκε που παρατηρήθηκε που εντοπίστηκε
Mansion
αρχοντικό έπαυλη πολυκατοικία
hill
λόφος
on the verge of
στα πρόθυρα στο χείλος του
sneak preview
μια πρώτη γεύση
bearing
φέρσιμο τρόπος συμπεριφορά
attain [v]
επιτυγχάνω πετυχαίνω κατορθώνω (καθομιλουμένη: το στόχο)πιάνω
sound asleep [adj]
που κοιμάται βαθιά η που κοιμάται του καλού καιρού
mainly
κυρίως ως επί το πλείστον κατά κύριο λόγο κατ' εξοχήν
diligently [adv]
εργατικά επιμελώς
splendid [adj+adv]
υπέροχος θαυμάσιος εξαιρετικός [επιθ] υπέροχα θαυμάσια εξαιρετικά [επίρ]
perseverance [n]
επιμονή [ουσ θηλ] πείσμα
reveal
αποκαλύπτω φανερώνω προδίδω μαρτυρώ
attribute
χαρακτηριστικό γνώρισμα [ουσ ουδ] ιδιότητα [ουσ θηλ] προσόν [θετικό χαρακτηριστικό]
scorn [n+vtr]
περιφρόνηση καταφρόνηση απορρίπτω αρνούμαι
grin
χαμόγελο πλατύ χαμόγελο
liability [n]
ευθύνη υποχρέωση
disciplinary [adj]
πειθαρχικός
prosecution [n]
δίωξη
ensure [vtr]
εξασφαλίζω
proper [adj]
κατάλληλος πρέπων αρμόζων
in the wake of
στον απόηχο ή μετά από
in light off
υπό το φώς
attitude [n]
τρόπος στάση φέρσιμο
abolish [v]
καταργώ εξαλειφω απαλειφω καταλύω
banquet
συμπόσιο επίσημο δείπνο
agitation
αναταραχή η αναστάτωση η σύγχυση
settle
τακτοποιώ διευθετώ
containment
περιορισμός συγκράτηση
narrow
Στενός ή περιορισμένος
top-tier
κορυφαιου επιπεδου
correlation
συσχέτιση σύνδεση συσχετισμός
wage [n]
αμοιβή πληρωμή [ουσ θηλ] [μηνιαίος] μισθός [ουσ αρσ] Ημερομίσθιο [για μία μέρα] μεροκάματο [ουσ ουδ] [για μία νύχτα] νυχτοκάματο
claim
ισχυρισμός διεκδίκηση απαίτηση [ουσ θηλ] [επίσημο] αξίωση
unmistakable[adj]
αδιαμφισβήτητος εμφανής ξεκάθαρος ολοφάνερος
regard
θεωρώ εκτιμώ αφορώ σέβομαι έχω σε υπόληψη χαίρω εκτίμησης παρατηρώ κοιτάζω επίμονα κοιτάζω προσεκτικά
escalate
κλιμακωνεται
cluster
ομαδοποιούμαι συγκεντρώνομαι
thankful [adj for/to]
ευγνώμων
rolled out
παρουσιάζω [ρ μ] (εμπορικό προϊόν) λανσάρω [ρ μ] (εμφατικός τύπος) πρωτοπαρουσιάζω
audit [ n OR v ]
έλεγχος λογιστικός έλεγχος οικονομικός έλεγχος ελέγχω
establish
ιδρύω εγκαθιδρύω καθορίζω καθιερώνω επιβάλλω εξακριβώνω διαπιστώνω καταδεικνύω
labor
σκληρή δουλειά μόχθος κόπος εργατικά χέρια εργάζομαι σκληρά μοχθώ κοπιάζω κοπιάζω να κάνω κάτι κοπιάζω να πετύχω
Thrift
λιτότητα οικονομία αποταμίευση
spontaneous
αυθόρμητος ή παρορμητικός
unambiguous
ξεκάθαρος
susceptible [adj]
ευπαθής επιδεκτικός [επίθ] ευαίσθητος ευάλωτος που έχει την τάση να κάνει κτ που εντυπωσιάζεται από κτ που συγκινείται από
curfew
απαγόρευση κυκλοφορίας
confirmation
επιβεβαίωση βεβαίωση
fine
καλά εντάξει μια χαρά πρόστιμο κλήση
distinction
διαφορά διάκριση αντίθεση διαφοροποιηση
reside
ζω κατοικώ διαμένω
interventional
παρεμβατικος μεσολαβητικος
restraint
περιορισμός συγκράτηση
compromise
συμβιβασμός
Consequently [adv]
συνεπώς επομένως [επίρ]
Thus [adv]
έτσι [επίρ] με αυτό τον τρόπο [φρ ως επίρ] [επίσημο] κατ' αυτό τον τρόπo
furthermore
επιπλέον επιπροσθέτως επίσης ακόμα
peculiarity [n]
ιδιαιτερότητα [ουσ θηλ] ιδιομορφία ιδιοτυπία [ουσ θηλ] [αρνητικό νόημα] εκκεντρικότητα παραξενιά [ουσ]
Moreover
επιπλέον
foresee
προβλέπω
reams [n]
σωρός [ουσ αρσ] [καθομ: μεγάλο κείμενο] κατεβατό
disperse
σκορπίζομαι διασκορπίζομαι (πλήθος) σκορπίζω διασκορπίζω
nifty [adj --- great excellent]
φανταστικός
weariness
κούραση κόπωση εξάντληση
apathy
απάθεια
sanitize
απολυμαίνω ωραιοποιώ ευπρεπίζω
grime
μουντζούρα βρομιά λίγδα
revenant
φάντασμα αναστηθείς αναστημένος
ruthless
αδίστακτος ανελέητος
barely [adv]
ίσα που μόλις [επίρ] (καθομιλουμένη) με το ζόρι
lethal [adj]
θανατηφόρος θανάσιμος φονικός
squander
σπαταλάω σπαταλώ[ρ μ] κατασπαταλώ [ρ μ]
commence
αρχίζω ξεκινάω ξεκινώ
inherited [adj]
κληρονομικός [επίθ] που το έχω κληρονομήσει που το έχω πάρει
inherit [v]
κληρονομώ
intention
πρόθεση [ουσ θηλ] σκοπός στόχος
angst
αγχος
ghastly
αποτρόπαιος φρικτός τρομερός αποκρουστικός
luminous
φωτεινός λαμπερός λαμπρός
exegesis
εξήγηση επεξήγηση ερμηνεία
salvage
περισώζω περισυλλέγω [ρ μ] (καθομιλουμένη) σώζω
plight
δεινά [ουσ ουδ πλ] (μεταφορικά) γολγοθάς [ουσ αρσ] (καθομιλουμένη) παλιοκατάσταση
genial
καλοσυνάτος γλυκομίλητος ευκοινώνητος συμπαθητικός
association
οργάνωση ή ένωση ή συσχέτιση ή σύνδεσμος ή συσχετισμός
impression
εντύπωση
juncture
συγκυρία περίσταση κρίσιμη χρονική στιγμή εκείνη την περίοδο εκείνη την χρονική στιγμή
pesky
ενοχλητικός
odd
παράξενος περίεργος εκκεντρικός ιδιόμορφος αλλόκοτος περιτος
thrive
αναπτύσσομαι ακμάζω [ρ αμ] (μεταφορικά) ανθώ ευδοκιμώ ευημερώ [ρ αμ] (καθομιλουμένη) πάω πολύ καλά
lapse [v / n]
λάθος σφάλμα απώλεια [ουσ θηλ] [(τη συγκέντρωσή μου)] χάνω λήγω
courtrous [adj (polite)]
ευγενής ευγενικός
origin
καταγωγή προέλευση
dazzling [adj]
εκθαμβωτικός [επίθ] εντυπωσιακός
hatching [n]
εκκόλαψη γραμμοσκίαση [ουσ θηλ]
pour
σερβίρω [ρ μ] (πιο απλά) βάζω [ρ μ]
confiscate
κατάσχω
groceries
φαγώσιμα τρόφιμα [ουσ ουδ πλ] [πιο γενικά] ψώνια
consider
θεωρώ λαμβάνω υπόψιν σκέφτομαι αναλογίζομαι
pattern
συμβαδίζω ακολουθώ σχήμα διάταξη μοτίβο
conversely [adv]
αντίστροφα αντιστρόφως [επίρ] αντίθετα αντιθέτως
mention
αναφορά αναφέρω
particular
ιδιαίτερος ξεχωριστός συγκεκριμένος
substance
νόημα [ουσ ουδ] περιεχόμενο [ουσ ουδ] ουσία [ουσ θηλ]
discrete [adj]
χωριστός ξεχωριστός
nuance [n]
λεπτή διαφορά [επίθ + ουσ θηλ] μικροδιαφορά [ουσ θηλ] μικροδιαφοροποίηση [ουσ θηλ]
Manipulate
χειραγωγώ χειρίζομαι
concession [n]
παραχώρηση [ουσ θηλ] παράδοση δικαίωμα προνόμιο
perceive
Αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω
parade
πορεία πομπή παρευλανω
contender [n]
διαγωνιζόμενος [μτχ ενεστ] υποψήφιος υποψήφια [ουσ αρσ ουσ θηλ] αυτός που αγωνίζεται [για κπ] αυτός που διαγωνίζεται [για κτ περίφρ]
abbreviation [n]
σύντμηση συντόμευση [ουσ θηλ] σύντομη εκδοχή [επίθ + ουσ θηλ]
poverty [n]
φτώχεια [ουσ θηλ] ανέχεια
ware
ενήμερος
glad
ευτυχής
unable
ανίκανος
blow
φυσάω φυσώ χτύπημα εκρήγνυμαι
breeze
αεράκι αύρα κινούμαι με αέρα κινούμαι με άνεση