"establish", "ιδρύω" "declare", "δηλώνω" "refinance", "αναχρηματοδοτώ αναχρηματοδότηση" "dissertation", "πτυχιακή εργασία πτυχιακή διατριβή" "fed up", "αγανακτισμένος μπουχτισμένος" "layover", "στάση" "soaring", "μεγάλη ύψωση που πετάει ψηλά που απογειώνεται που κερδίζει ύψος" "afford", "οικονομική δυνατότητα ανταπεξέρχομαι οικονομικά" "cut back", "μειώνω" "get rid", "ξεφορτώνομαι" "resume", "βιογραφικό" "treat", "φέρομαι συμπεριφέρομαι θεραπεύω κερνάω" "fairly", "αρκετά Δίκαια" "reward", "βραβείο έπαθλο ανταμοιβή επιβράβευση" "explicitly", "ρητά κατηγορηματικά λεπτομερέστατα απερίφραστα" "ladder", "ιεραρχία σκάλα κλίμακα" "subtle", "διακριτικός προσεγμένος εύστροφος ευφυής εύστοχος αμυδρός" "heartfelt [adj]", "ειλικρινής ανυπόκριτος ή εγκάρδιος" "furniture", "έπιπλο επίπλωση" "stapler", "συρραπτικό" "flimsy", "ατεκμηρίωτος αβάσιμος ασταθής" "Hold On", "αντέχω κάνω υπομονή" "accurate", "ακριβής σωστός" "proposal", "πρόταση" "inordinate", "υπέρμετρος υπερβολικός" "pastime", "αγαπημένη ασχολία χόμπι" "exhilarating", "αναζωογονητικός συναρπαστικός απολαυστικός" "smorgasbord", "ποικιλία συλλογή μπουφές" "pace", "ρυθμός βηματισμός δίνω βρίσκω ρυθμό" "amount", "ποσότητα σύνολο ή ποσό" "convenient", "κατάλληλος πρακτικός βολικός χρήσιμος" "unspectacular", "μη θεαματικός μη εντυπωσιακός" "particularly", "ξεχωριστά ειδικά ιδιαίτερα" "spike", "ακίδα καρφί αιχμή κορυφή" "precaution", "μέτρο ασφαλείας προφύλαξη" "trajectory", "τροχιά πορεία" "epicentre", "επίκεντρο" "commiting", "δέσμευση" "plot", "κομμάτι γης σχέδιο συνωμοσία σκευωρία γραφική απεικόνιση γραφική παράσταση πλεκτάνη" "substantive", "ουσιώδης ουσιαστικός σημαντικός" "annexure", "παράρτημα" "potential", "πιθανός ενδεχόμενος δυνητικός" "inappropriate", "ακατάλληλος" "fatality", "δυστύχημα θανατηφόρο ατύχημα (καθομιλουμένη) συμφορά" "takeoff", "απογείωση εκτόξευση απότομη άνοδος" "crash-land", "κάνω αναγκαστική προσγείωση" "meditate", "διαλογίζομαι Κάνω διαλογισμό" "wheelchair", "αναπηρικό καροτσάκι" "charity", "φιλανθρωπική οργάνωση κοινωνική προσφορά ελεημοσύνη φιλανθρωπία" "harness", "αξιοποιώ τιθασεύω ή εκμεταλλεύομαι" "remain", "παραμένει" "rumble", "βοή βροντή γουργουρητό συμπλοκή" "bark", "γαύγισμα" "harvest", "θερισμός,συγκομιδή" "abide", "συμμορφώνομαι" "absent", "απών" "absorb", "απορροφάω απορροφώ" "accessory", "εξάρτημα αξεσουάρ βοήθημα συνεργός σε έγκλημα" "acclaim", "επευφημώ αναγνώριση αναγνωρίζω" "acquisition", "απόκτηση εκμάθηση εξαγορά" "Gathering", "συγκέντρωση συλλογή" "purse", "Τσάντα πορτοφόλι [γυναικεία]" "counter", "ανταποδίδω αντιπαραθέτω αντιτάσσω ταμείο η θυρίδα η καταμετρητής" "rack", "ράφι κρεμάστρα" "badges", "κονκάρδα διακριτικό σήμα ένδυμα κάρτα αναγνώρισης" "warehouse", "αποθήκη" "club", "σύλλογος όμιλος" "enclosure", "περίφραξη περιφραγμένος χώρος" "hose", "λάστιχο μανίκα" "intersection", "διασταύρωση" "autumn", "φθινόπωρο" "Fair", "δίκαιο καθαρογραμμένο" "among", "ανάμεσα αναμεταξύ" "vast", "απέραντο αχανή ατελείωτο τεράστιο" "on loan", "σε δανεισμό για προσωρινή χρήση" "lobby", "προθάλαμος αίθουσα αναμονής" "unanticipated", "αιφνίδιος απροσδόκητος απρόοπτοςαναπάντεχος απρόσμενοςξαφνικός" "shuttle", "μεταφέρω μετακινώ λεωφορειάκι" "compound", "συνδυασμός σύνθεση ένωση" "grand opening", "εγκαίνια" "editorial", "δημοσιογραφικό συντακτικό άρθρο γνώμης" "eraborate", "πολύπλοκος περίτεχνος περίπλοκος" "handout", "ενημερωτικό έντυπο δωρεάν διαφημιστικό κοινωνικές απολαβές" "booth", "περίπτερο παράγκα θαλαμος" "misguided", "άστοχος λανθασμένος εσφαλμένος" "individual", "χωριστός ξεχωριστός μεμονωμένος ατομο" "entity", "οντότητα φορέας οργάνωση οργανισμός" "rely", "βασίζομαι στηρίζομαι εμπιστεύομαι" "inquire", "ρωτάω σχετικά καταθέτω ερώτηση" "according", "σύμφωνα με συμφωνία" "errand", "εξωτερική δουλειά εξωτερική εργασία θέλημα" "whether", "ανεξαρτήτως ανεξάρτητα του εαν είναι" "jammed", "που έχει κολλήσει που έχει φρακάρει που έχει μαγκώσει που έχει σφηνώσει" "properly", "καθώς πρέπει φυσιολογικά κανονικά σωστά" "revise", "επιμελούμαι διορθώνω αναθεωρώ" "occasion", "περίπτωση εκδήλωση γεγονός περίσταση" "teller", "αφηγητής αφηγήτρια η ταμίας ή καταμετρητής" "orientation", "προσανατολισμός" "assess", "αξιολογώ εκτιμώ" "nuts", "ξηρός καρπός" "lock up", "κλειδώνω κλείνω" "custodian", "φύλακας επίτροπος επιστάτης" "exclusion", "αποκλεισμός μη συμπερίληψη εξαίρεση" "write down", "γράφω σημειώνω" "fond", "τρυφερός στοργικός ή νοιάζομαι για κάποιον τρέφω στοργή για κάποιον μου αρέσει να κάνω κάτι" "notice", "προειδοποίηση ειδοποίηση γνωστοποίηση σημασία προσοχή" "aware", "έχω το νου μου είμαι προσεκτικός είμαι σε ετοιμότητα" "ride", "πηγαίνω με κάτι καβαλάω ή ιππεύω" "shoppers", "αγοραστής ή καταναλωτής ή πελάτης" "illustrate", "απεικονίζω αποτυπώνω ή εικονογράφω ή διευκρινίζω η εξηγώ" "inefficient", "αναποτελεσματικός ή μη αποδοτικός ή αντιπαραγωγικός" "backed up", "φραγμένος βουλωμένος ή δημιουργώ αντίγραφα ασφαλείας" "entrepreneur", "επιχειρηματίας" "pursuing", "καταδιώκω επιδιώκω" "apparently", "προφανώς" "distinguish", "διακρίνω ξεχωρίζω" "submission", "υποβολή υποψηφιότητα" "nevertheless", "εντούτοις παρ 'όλα αυτά" "flaw", "ελάττωμα ατέλεια ψεγάδι μειονέκτημα" "essential", "ουσιώδης στοιχειώδης απαραίτητος αναγκαίος" "renovations", "ανακαινίσεις" "gratitude", "ευγνωμοσύνη" "staffing", "στελέχωση επάνδρωση" "allot", "κατανέμω διανέμω διαθέτω παρέχω" "portion", "τμήμα μέρος κομμάτι μερίδα" "prominent", "εξέχων περίφημος πασίγνωστος επιφανής διακεκριμένος" "Division", "διαχωριστικό διάκριση διχογνωμία" "comparable", "συγκρίσιμος παρεμφερής Παρομοίoς" "agency", "πρακτορείο γραφείο υπηρεσία οργανισμός" "renunciation", "αποκήρυξη απάρνηση" "mammal", "θηλαστικό" "claw", "νύχι δαγκάνα γρατζουνάω" "paw", "πατούσα πέλμα αγγίζω με το πόδι" "snatch", "αρπάζω γρήγορη κίνηση άρπαγμα" "scholarship", "υποτροφία ή ακαδημαϊκές γνώσεις" "applicant", "υποψήφιος ή αιτών" "application", "εφαρμογή αίτηση" "invoice", "τιμολόγιο" "subject", "θέμα μάθημα υποκείμενο υποβάλλω" "due", "πληρωτέο υποβλητέο παραδοτέο" "reflect", "εκφράζω φανερώνω αντικατοπτρίζω καθρεφτίζω" "respite", "διάλειμμα ανάπαυλα προσωρινή ξεκούραση" "commuter", "εργαζόμενος που πάει στη δουλειά του προαστιακός σιδηρόδρομος" "carpool", "ομάδα που μετακινείται με το ίδιο αυτοκίνητο για να μειώσει τα έξοδα" "initiatives", "πρωτοβουλία ή δυναμισμός ή ικανότητα να παίρνει κάποιος πρωτοβουλίες" "narrative", "αφήγηση διήγηση ρητορική" "confident", "σίγουρος [adj] γεμάτος αυτοπεποίθηση" "hesitation", "δισταγμός παύση" "out of", "εκτός έξω από" "in order to", "για να" "buzz", "χτυπάω χτυπώ ακούγομαι" "fidget", "κινούμαι νευρικά" "well versed", "ειδήμων που έχει βαθιά γνώση" "contemporary", "σύγχρονος" "aside", "στην άκρη στο πλάι παράμερα πιο πέρα" "crowd", "πλήθος κόσμος κοινό" "kidding", "αστεϊσμός" "hold", "κατέχω διεξαγω ή βαστώ ή κρατώ ή συνέρχεται" "infer", "συμπεραίνω βγάζω συμπέρασμα" "ample[adj]", "άφθονος αρκετός επαρκής" "delight", "χαρά απόλαυση ευχαρίστηση ικανοποίηση" "inn", "πανδοχείο ξενώνας" "sincerely", "Με εκτίμηση ή ειλικρινά πραγματικά" "recipient", "παραλήπτης παραλήπτρια" "booklet", "βιβλιάριο" "attach", "συνδέω" "regulation", "κανονισμός κανόνας" "requirement", "απαραίτητη προϋπόθεση" "significant", "σημαντικός αξιόλογος εξέχων" "uptick", "ανοδική τάση η άνοδος" "standing [professional for political]", "ορθιος ορθοστασία κύρος" "expansion", "επέκταση" "approval", "αποδοχή έγκριση επιδοκιμασία" "whereby [adv]", "με τον οποίο μέσω του οποίου κατα την εννοια με ποιό τρόπο" "frantically", "φρενιασμένα μανιωδώς ξέφρενα έξαλλα" "expedite", "επισπεύδω επιταχύνω (το ζήτημα) προωθώ" "stumble", "σκοντάφτω" "instead", "Αντ'αυτού Άντι" "precise", "ακριβής συγκεκριμένος λεπτομερής " "scope [n]", "πεδίο εφαρμογής ή αρμοδιότητα πλαισιο τομέας" "policy", "πολιτική" "admission", "παραδοχή είσοδος δικαίωμα εισόδου εισαγωγή εισιτήριο" "embed", "ενσωματώνω βυθίζω εισάγω" "put down", "αφήνω ακουμπώ ταπεινώνω εξευτελίζω" "inquiry", "έρευνα ερώτημα αίτημα" "run around", "πηγαίνω από εδώ και από εκεί τρέχω δεξιά αριστερά τρέχω πέρα δώθε " "suspend", "αναστέλλω διακόπτω προσωρινά κρεμάω κρεμώ" "envision", "οραματίζομαι φαντάζομαι (μεταφορικά) συλλαμβάνω " "empower", "δίνω δύναμη ή εμψυχώνω" "evolve", "προέρχομαι εξελίσσομαι" "ancestor", "πρόγονος" "cumulative", "αθροιστικός" "admire [v]", "θαυμάζω" "commotion", "αναστάτωση αναταραχή φασαρία" "alter", "αλλάζω ή μεταβάλω ή τροποποιώ" "lenses", "φακοί" "apparently", "προφανώς ή από ότι φαίνεται όπως φαίνεται" "gear", "σύνεργα ή εξοπλισμός ή εργαλεία" "raise", "σηκώνω ή ανεβάζω" "overhead", "εναέριος αιωρούμενος ψηλά ή πάνω από το κεφάλι μου" "compartment", "διαμέρισμα τμήμα κουπέ" "incentive", "κίνητρο ελατήριο αμοιβή απολαβές" "host", "οικοδεσπότης οικοδέσποινα παρουσιαστής παρουσιάστρια" "workspace", "χώρος εργασίας" "subtract", "κάνω αφαίρεση αφαιρώ βγάζω" "sum", "άθροισμα σύνολο πρόσθεση ποσό" "fountaine", "συντριβάνι ψύκτης Βρύση" "contractor", "εξωτερικός συνεργάτης εργολάβος εργολήπτης εργολήπτρια" "renovate", "ανακαινίζω" "drop off", "πτώση μείωση" "regarding [prep]", "σχετικά αναφορικα προς" "clue", "στοιχείο ένδειξη ιδέα" "turnout", "προσέλευση συμμετοχή παρίσταμαι παρευρίσκομαι παρακολουθώ" "devote [v]", "Αφιερώνω αφιερωνομαι αφοσιωνομαι" "vacant", "κενός ελεύθερος διαθέσιμος" "determine", "καθορίζω προσδιορίζω εξακριβώνω διαπιστώνω" "disruption", "διακοπή αναστάτωση διαταραχή" "permit", "επιτρέπω άδεια" "parcel", "δέμα πακέτο οικόπεδο αγροτεμάχιο" "enroll", "δηλώνω συμμετοχή κάνω εγγραφή η εγγράφομαι" "gown", "ρόμπα μπουρνούζι ή τουαλέτα [βραδινό φόρεμα]" "injury", "τραυματισμός τραύμα βλάβη πλήγμα" "usher", "συνοδός συνοδεύω ταξιθέτης" "footage", "αμοντάριστο υλικό ή εμβαδόν σε τετραγωνικά μέτρα" "senior", "ανώτερος μεγαλύτερος παλαιότερος πρεσβύτερος τελειόφοιτος" "insufficient", "ανεπαρκής" "though", "Ωστόσο παρόλο που μολονότι αν και" "chain", "αλυσίδα" "stating", "Πολιτεία κράτος δηλώνω διατυπώνω εκθέτω παραθέτω περιγράφω" "outage", "διακοπή ή διακοπή λειτουργίας" "Patron", "χορηγός χρηματοδότης υποστηρικτής πελάτης θαμώνας" "accent", "προσφορά τόνος τονίζω έμφαση" "Procrastination", "αναβλητικότητα" "Divide", "χωρίζω διαχωρίζω διαιρώ" "wrinkled", "τσαλακωμένο" "bake", "ψήνω" "awkward", "αδέξιος άγαρμπος δύσκολος παράξενος περίεργος" "concern", "απασχολώ αφορώ ανησυχώ προβληματίζω ενδιαφέρω" "envious [adj]", "φθονερός ζηλόφθονος γεμάτος ζήλια" "Lakefront [n]", "δίπλα σε ακτή ή παραλίμνιος" "Workshop [n]", "εργαστήριο ή σεμινάριο" "anticipated [adj]", "αναμενόμενο" "anticipate [vtr]", "αναμένω προσδοκώ" "book fair [n]", "παζάρι βιβλίου η έκθεση βιβλίου" "attainment [n]", "επίτευξη επιτυχία επίτευγμα κατόρθωμα" "approve", "Εγκρίνω αποδέχομαι" "revision", "διόρθωση αλλαγή αναθεώρηση" "overdue", "καθυστερημένος αργοπορημένος που έχει ήδη αργήσει" "squeeze", "πατάω πιέζω συμπιέζω" "pledge", "υπόσχεση δέσμευση όρκος δείγμα ένδειξη ενέχυρο" "detach", "αφαιρώ αποχωριζω αποκοπτω απoσπάω αποσπώ αποσυνδέω" "equitable", "δίκαιος" "get off [v]", "αποβιβάζομαι κατεβαίνω" "despair", "απόγνωση απελπισία " "bounce off", "αναπηδάω αναπηδώ " "supplemental", "συμπληρωματικός πρόσθετος επιπρόσθετος" "decontamination [n]", "απολύμανση" "sigh[v] [sigh (n)]", "αναστενάζω ξεφυσάω ξεφυσώ αναστεναγμός" "intoxication", "μέθη νάρκωση δηλητηρίαση" "prolonged", "παρατεταμένος" "depict", "αναπαριστώ απεικονίζω" "keen", "φανατικός ενθουσιώδης μανιώδης παθιασμένος" "tentatively [adv]", "προσωρινά διστακτικα δοκιμαστικά" "reprise", "επανάληψη ξαναρχίζω επαναλαμβάνω" "dispatched", "σταλθείς απεσταλμένος αποστέλλω στέλνω" "Unbeknownst", "εν αγνοία χωρίς να το ξέρει" "sighted", "που θεάθηκε που παρατηρήθηκε που εντοπίστηκε" "Mansion", "αρχοντικό έπαυλη πολυκατοικία" "hill", "λόφος" "on the verge of", "στα πρόθυρα στο χείλος του" "sneak preview", "μια πρώτη γεύση" "bearing", "φέρσιμο τρόπος συμπεριφορά" "attain [v]", "επιτυγχάνω πετυχαίνω κατορθώνω (καθομιλουμένη: το στόχο)πιάνω" "sound asleep [adj]", "που κοιμάται βαθιά η που κοιμάται του καλού καιρού" "mainly", "κυρίως ως επί το πλείστον κατά κύριο λόγο κατ' εξοχήν" "diligently [adv]", "εργατικά επιμελώς" "splendid [adj+adv]", "υπέροχος θαυμάσιος εξαιρετικός [επιθ] υπέροχα θαυμάσια εξαιρετικά [επίρ]" "perseverance [n]", "επιμονή [ουσ θηλ] πείσμα" "reveal", "αποκαλύπτω φανερώνω προδίδω μαρτυρώ" "attribute", "χαρακτηριστικό γνώρισμα [ουσ ουδ] ιδιότητα [ουσ θηλ] προσόν [θετικό χαρακτηριστικό]" "scorn [n+vtr]", "περιφρόνηση καταφρόνηση απορρίπτω αρνούμαι" "grin", "χαμόγελο πλατύ χαμόγελο " "liability [n]", "ευθύνη υποχρέωση" "disciplinary [adj]", "πειθαρχικός" "prosecution [n]", "δίωξη" "ensure [vtr]", "εξασφαλίζω" "proper [adj]", "κατάλληλος πρέπων αρμόζων" "in the wake of", "στον απόηχο ή μετά από" "in light off", "υπό το φώς" "attitude [n]", "τρόπος στάση φέρσιμο " "abolish [v]", "καταργώ εξαλειφω απαλειφω καταλύω" "banquet", "συμπόσιο επίσημο δείπνο" "agitation", "αναταραχή η αναστάτωση η σύγχυση" "settle", "τακτοποιώ διευθετώ" "containment", "περιορισμός συγκράτηση" "narrow", "Στενός ή περιορισμένος" "top-tier", "κορυφαιου επιπεδου" "correlation", "συσχέτιση σύνδεση συσχετισμός" "wage [n]", "αμοιβή πληρωμή [ουσ θηλ] [μηνιαίος] μισθός [ουσ αρσ] Ημερομίσθιο [για μία μέρα] μεροκάματο [ουσ ουδ] [για μία νύχτα] νυχτοκάματο" "claim", "ισχυρισμός διεκδίκηση απαίτηση [ουσ θηλ] [επίσημο] αξίωση" "unmistakable[adj]", "αδιαμφισβήτητος εμφανής ξεκάθαρος ολοφάνερος" "regard", "θεωρώ εκτιμώ αφορώ σέβομαι έχω σε υπόληψη χαίρω εκτίμησης παρατηρώ κοιτάζω επίμονα κοιτάζω προσεκτικά" "escalate", "κλιμακωνεται" "cluster", "ομαδοποιούμαι συγκεντρώνομαι" "thankful [adj for/to]", "ευγνώμων" "rolled out", "παρουσιάζω [ρ μ] (εμπορικό προϊόν) λανσάρω [ρ μ] (εμφατικός τύπος) πρωτοπαρουσιάζω" "audit [ n OR v ]", "έλεγχος λογιστικός έλεγχος οικονομικός έλεγχος ελέγχω" "establish", "ιδρύω εγκαθιδρύω καθορίζω καθιερώνω επιβάλλω εξακριβώνω διαπιστώνω καταδεικνύω" "labor", "σκληρή δουλειά μόχθος κόπος εργατικά χέρια εργάζομαι σκληρά μοχθώ κοπιάζω κοπιάζω να κάνω κάτι κοπιάζω να πετύχω" "Thrift", "λιτότητα οικονομία αποταμίευση" "spontaneous", "αυθόρμητος ή παρορμητικός" "unambiguous", "ξεκάθαρος" "susceptible [adj]", "ευπαθής επιδεκτικός [επίθ] ευαίσθητος ευάλωτος που έχει την τάση να κάνει κτ που εντυπωσιάζεται από κτ που συγκινείται από" "curfew", "απαγόρευση κυκλοφορίας" "confirmation", "επιβεβαίωση βεβαίωση" "fine", "καλά εντάξει μια χαρά πρόστιμο κλήση" "distinction", "διαφορά διάκριση αντίθεση διαφοροποιηση" "reside", "ζω κατοικώ διαμένω" "interventional", "παρεμβατικος μεσολαβητικος" "restraint", "περιορισμός συγκράτηση" "compromise", "συμβιβασμός" "Consequently [adv]", "συνεπώς επομένως [επίρ]" "Thus [adv]", "έτσι [επίρ] με αυτό τον τρόπο [φρ ως επίρ] [επίσημο] κατ' αυτό τον τρόπo" "furthermore", "επιπλέον επιπροσθέτως επίσης ακόμα" "peculiarity [n]", "ιδιαιτερότητα [ουσ θηλ] ιδιομορφία ιδιοτυπία [ουσ θηλ] [αρνητικό νόημα] εκκεντρικότητα παραξενιά [ουσ]" "Moreover", "επιπλέον" "foresee", "προβλέπω" "reams [n]", "σωρός [ουσ αρσ] [καθομ: μεγάλο κείμενο] κατεβατό" "disperse", "σκορπίζομαι διασκορπίζομαι (πλήθος) σκορπίζω διασκορπίζω" "nifty [adj --- great excellent]", "φανταστικός" "weariness", "κούραση κόπωση εξάντληση" "apathy", "απάθεια" "sanitize", "απολυμαίνω ωραιοποιώ ευπρεπίζω" "grime", "μουντζούρα βρομιά λίγδα" "revenant", "φάντασμα αναστηθείς αναστημένος" "ruthless", "αδίστακτος ανελέητος" "barely [adv]", "ίσα που μόλις [επίρ] (καθομιλουμένη) με το ζόρι" "lethal [adj]", "θανατηφόρος θανάσιμος φονικός" "squander", "σπαταλάω σπαταλώ[ρ μ] κατασπαταλώ [ρ μ]" "commence", "αρχίζω ξεκινάω ξεκινώ" "inherited [adj]", "κληρονομικός [επίθ] που το έχω κληρονομήσει που το έχω πάρει" "inherit [v]", "κληρονομώ" "intention", "πρόθεση [ουσ θηλ] σκοπός στόχος" "angst", "αγχος" "ghastly", "αποτρόπαιος φρικτός τρομερός αποκρουστικός" "luminous", "φωτεινός λαμπερός λαμπρός" "exegesis", "εξήγηση επεξήγηση ερμηνεία" "salvage", "περισώζω περισυλλέγω [ρ μ] (καθομιλουμένη) σώζω" "plight", "δεινά [ουσ ουδ πλ] (μεταφορικά) γολγοθάς [ουσ αρσ] (καθομιλουμένη) παλιοκατάσταση" "genial", "καλοσυνάτος γλυκομίλητος ευκοινώνητος συμπαθητικός" "association", "οργάνωση ή ένωση ή συσχέτιση ή σύνδεσμος ή συσχετισμός" "impression", "εντύπωση" "declare", "δηλώνω" "refinance", "αναχρηματοδοτώ αναχρηματοδότηση" "dissertation", "πτυχιακή εργασία πτυχιακή διατριβή" "fed up", "αγανακτισμένος μπουχτισμένος" "layover", "στάση" "soaring", "μεγάλη ύψωση που πετάει ψηλά που απογειώνεται που κερδίζει ύψος" "afford", "οικονομική δυνατότητα ανταπεξέρχομαι οικονομικά" "cut back", "μειώνω" "get rid", "ξεφορτώνομαι" "resume", "βιογραφικό" "treat", "φέρομαι συμπεριφέρομαι θεραπεύω κερνάω" "fairly", "αρκετά Δίκαια" "reward", "βραβείο έπαθλο ανταμοιβή επιβράβευση" "explicitly", "ρητά κατηγορηματικά λεπτομερέστατα απερίφραστα" "ladder", "ιεραρχία σκάλα κλίμακα" "subtle", "διακριτικός προσεγμένος εύστροφος ευφυής εύστοχος αμυδρός" "heartfelt [adj]", "ειλικρινής ανυπόκριτος ή εγκάρδιος" "furniture", "έπιπλο επίπλωση" "stapler", "συρραπτικό" "flimsy", "ατεκμηρίωτος αβάσιμος ασταθής" "Hold On", "αντέχω κάνω υπομονή" "accurate", "ακριβής σωστός" "proposal", "πρόταση" "inordinate", "υπέρμετρος υπερβολικός" "pastime", "αγαπημένη ασχολία χόμπι" "exhilarating", "αναζωογονητικός συναρπαστικός απολαυστικός" "smorgasbord", "ποικιλία συλλογή μπουφές" "pace", "ρυθμός βηματισμός δίνω βρίσκω ρυθμό" "amount", "ποσότητα σύνολο ή ποσό" "convenient", "κατάλληλος πρακτικός βολικός χρήσιμος" "unspectacular", "μη θεαματικός μη εντυπωσιακός" "particularly", "ξεχωριστά ειδικά ιδιαίτερα" "spike", "ακίδα καρφί αιχμή κορυφή" "precaution", "μέτρο ασφαλείας προφύλαξη" "trajectory", "τροχιά πορεία" "epicentre", "επίκεντρο" "commiting", "δέσμευση" "plot", "κομμάτι γης σχέδιο συνωμοσία σκευωρία γραφική απεικόνιση γραφική παράσταση πλεκτάνη" "substantive", "ουσιώδης ουσιαστικός σημαντικός" "annexure", "παράρτημα" "potential", "πιθανός ενδεχόμενος δυνητικός" "inappropriate", "ακατάλληλος" "fatality", "δυστύχημα θανατηφόρο ατύχημα (καθομιλουμένη) συμφορά" "takeoff", "απογείωση εκτόξευση απότομη άνοδος" "crash-land", "κάνω αναγκαστική προσγείωση" "meditate", "διαλογίζομαι Κάνω διαλογισμό" "wheelchair", "αναπηρικό καροτσάκι" "charity", "φιλανθρωπική οργάνωση κοινωνική προσφορά ελεημοσύνη φιλανθρωπία" "harness", "αξιοποιώ τιθασεύω ή εκμεταλλεύομαι" "remain", "παραμένει" "rumble", "βοή βροντή γουργουρητό συμπλοκή" "bark", "γαύγισμα" "harvest", "θερισμόςσυγκομιδή" "abide", "συμμορφώνομαι" "absent", "απών" "absorb", "απορροφάω απορροφώ" "accessory", "εξάρτημα αξεσουάρ βοήθημα συνεργός σε έγκλημα" "acclaim", "επευφημώ αναγνώριση αναγνωρίζω" "acquisition", "απόκτηση εκμάθηση εξαγορά" "Gathering", "συγκέντρωση συλλογή" "purse", "Τσάντα πορτοφόλι [γυναικεία]" "counter", "ανταποδίδω αντιπαραθέτω αντιτάσσω ταμείο η θυρίδα η καταμετρητής" "rack", "ράφι κρεμάστρα" "badges", "κονκάρδα διακριτικό σήμα ένδυμα κάρτα αναγνώρισης" "warehouse", "αποθήκη" "club", "σύλλογος όμιλος" "enclosure", "περίφραξη περιφραγμένος χώρος" "hose", "λάστιχο μανίκα" "intersection", "διασταύρωση" "autumn", "φθινόπωρο" "Fair", "δίκαιο καθαρογραμμένο" "among", "ανάμεσα αναμεταξύ" "vast", "απέραντο αχανή ατελείωτο τεράστιο" "on loan", "σε δανεισμό για προσωρινή χρήση" "lobby", "προθάλαμος αίθουσα αναμονής" "unanticipated", "αιφνίδιος απροσδόκητος απρόοπτοςαναπάντεχος απρόσμενοςξαφνικός" "shuttle", "μεταφέρω μετακινώ λεωφορειάκι" "compound", "συνδυασμός σύνθεση ένωση" "grand opening", "εγκαίνια" "editorial", "δημοσιογραφικό συντακτικό άρθρο γνώμης" "eraborate", "πολύπλοκος περίτεχνος περίπλοκος" "handout", "ενημερωτικό έντυπο δωρεάν διαφημιστικό κοινωνικές απολαβές" "booth", "περίπτερο παράγκα θαλαμος" "misguided", "άστοχος λανθασμένος εσφαλμένος" "individual", "χωριστός ξεχωριστός μεμονωμένος ατομο" "entity", "οντότητα φορέας οργάνωση οργανισμός" "rely", "βασίζομαι στηρίζομαι εμπιστεύομαι" "inquire", "ρωτάω σχετικά καταθέτω ερώτηση" "according", "σύμφωνα με συμφωνία" "errand", "εξωτερική δουλειά εξωτερική εργασία θέλημα" "whether", "ανεξαρτήτως ανεξάρτητα του εαν είναι" "jammed", "που έχει κολλήσει που έχει φρακάρει που έχει μαγκώσει που έχει σφηνώσει" "properly", "καθώς πρέπει φυσιολογικά κανονικά σωστά" "revise", "επιμελούμαι διορθώνω αναθεωρώ" "occasion", "περίπτωση εκδήλωση γεγονός περίσταση" "teller", "αφηγητής αφηγήτρια η ταμίας ή καταμετρητής" "orientation", "προσανατολισμός" "assess", "αξιολογώ εκτιμώ" "nuts", "ξηρός καρπός" "lock up", "κλειδώνω κλείνω" "custodian", "φύλακας επίτροπος επιστάτης" "exclusion", "αποκλεισμός μη συμπερίληψη εξαίρεση" "write down", "γράφω σημειώνω" "fond", "τρυφερός στοργικός ή νοιάζομαι για κάποιον τρέφω στοργή για κάποιον μου αρέσει να κάνω κάτι" "notice", "προειδοποίηση ειδοποίηση γνωστοποίηση σημασία προσοχή" "aware", "έχω το νου μου είμαι προσεκτικός είμαι σε ετοιμότητα" "ride", "πηγαίνω με κάτι καβαλάω ή ιππεύω" "shoppers", "αγοραστής ή καταναλωτής ή πελάτης" "illustrate", "απεικονίζω αποτυπώνω ή εικονογράφω ή διευκρινίζω η εξηγώ" "inefficient", "αναποτελεσματικός ή μη αποδοτικός ή αντιπαραγωγικός" "backed up", "φραγμένος βουλωμένος ή δημιουργώ αντίγραφα ασφαλείας" "entrepreneur", "επιχειρηματίας" "pursuing", "καταδιώκω επιδιώκω" "apparently", "προφανώς" "distinguish", "διακρίνω ξεχωρίζω" "submission", "υποβολή υποψηφιότητα" "nevertheless", "εντούτοις παρ 'όλα αυτά" "flaw", "ελάττωμα ατέλεια ψεγάδι μειονέκτημα" "essential", "ουσιώδης στοιχειώδης απαραίτητος αναγκαίος" "renovations", "ανακαινίσεις" "gratitude", "ευγνωμοσύνη" "staffing", "στελέχωση επάνδρωση" "allot", "κατανέμω διανέμω διαθέτω παρέχω" "portion", "τμήμα μέρος κομμάτι μερίδα" "prominent", "εξέχων περίφημος πασίγνωστος επιφανής διακεκριμένος" "Division", "διαχωριστικό διάκριση διχογνωμία" "comparable", "συγκρίσιμος παρεμφερής Παρομοίoς" "agency", "πρακτορείο γραφείο υπηρεσία οργανισμός" "renunciation", "αποκήρυξη απάρνηση" "mammal", "θηλαστικό" "claw", "νύχι δαγκάνα γρατζουνάω" "paw", "πατούσα πέλμα αγγίζω με το πόδι" "snatch", "αρπάζω γρήγορη κίνηση άρπαγμα" "scholarship", "υποτροφία ή ακαδημαϊκές γνώσεις" "applicant", "υποψήφιος ή αιτών" "application", "εφαρμογή αίτηση" "invoice", "τιμολόγιο" "subject", "θέμα μάθημα υποκείμενο υποβάλλω" "due", "πληρωτέο υποβλητέο παραδοτέο" "reflect", "εκφράζω φανερώνω αντικατοπτρίζω καθρεφτίζω" "respite", "διάλειμμα ανάπαυλα προσωρινή ξεκούραση" "commuter", "εργαζόμενος που πάει στη δουλειά του προαστιακός σιδηρόδρομος" "carpool", "ομάδα που μετακινείται με το ίδιο αυτοκίνητο για να μειώσει τα έξοδα" "initiatives", "πρωτοβουλία ή δυναμισμός ή ικανότητα να παίρνει κάποιος πρωτοβουλίες" "narrative", "αφήγηση διήγηση ρητορική" "confident", "σίγουρος [adj] γεμάτος αυτοπεποίθηση" "hesitation", "δισταγμός παύση" "out of", "εκτός έξω από" "in order to", "για να" "buzz", "χτυπάω χτυπώ ακούγομαι" "fidget", "κινούμαι νευρικά" "well versed", "ειδήμων που έχει βαθιά γνώση" "contemporary", "σύγχρονος" "aside", "στην άκρη στο πλάι παράμερα πιο πέρα" "crowd", "πλήθος κόσμος κοινό" "kidding", "αστεϊσμός" "hold", "κατέχω διεξαγω ή βαστώ ή κρατώ ή συνέρχεται" "infer", "συμπεραίνω βγάζω συμπέρασμα" "ample[adj]", "άφθονος αρκετός επαρκής" "delight", "χαρά απόλαυση ευχαρίστηση ικανοποίηση" "inn", "πανδοχείο ξενώνας" "sincerely", "Με εκτίμηση ή ειλικρινά πραγματικά" "recipient", "παραλήπτης παραλήπτρια" "booklet", "βιβλιάριο" "attach", "συνδέω" "regulation", "κανονισμός κανόνας" "requirement", "απαραίτητη προϋπόθεση" "significant", "σημαντικός αξιόλογος εξέχων" "uptick", "ανοδική τάση η άνοδος" "standing [professional for political]", "ορθιος ορθοστασία κύρος" "expansion", "επέκταση" "approval", "αποδοχή έγκριση επιδοκιμασία" "whereby [adv]", "με τον οποίο μέσω του οποίου κατα την εννοια με ποιό τρόπο" "frantically", "φρενιασμένα μανιωδώς ξέφρενα έξαλλα" "expedite", "επισπεύδω επιταχύνω (το ζήτημα) προωθώ" "stumble", "σκοντάφτω" "instead", "Αντ'αυτού Άντι" "precise", "ακριβής συγκεκριμένος λεπτομερής " "scope [n]", "πεδίο εφαρμογής ή αρμοδιότητα πλαισιο τομέας" "policy", "πολιτική" "admission", "παραδοχή είσοδος δικαίωμα εισόδου εισαγωγή εισιτήριο" "embed", "ενσωματώνω βυθίζω εισάγω" "put down", "αφήνω ακουμπώ ταπεινώνω εξευτελίζω" "inquiry", "έρευνα ερώτημα αίτημα" "run around", "πηγαίνω από εδώ και από εκεί τρέχω δεξιά αριστερά τρέχω πέρα δώθε " "suspend", "αναστέλλω διακόπτω προσωρινά κρεμάω κρεμώ" "envision", "οραματίζομαι φαντάζομαι (μεταφορικά) συλλαμβάνω " "empower", "δίνω δύναμη ή εμψυχώνω" "evolve", "προέρχομαι εξελίσσομαι" "ancestor", "πρόγονος" "cumulative", "αθροιστικός" "admire [v]", "θαυμάζω" "commotion", "αναστάτωση αναταραχή φασαρία" "alter", "αλλάζω ή μεταβάλω ή τροποποιώ" "lenses", "φακοί" "apparently", "προφανώς ή από ότι φαίνεται όπως φαίνεται" "gear", "σύνεργα ή εξοπλισμός ή εργαλεία" "raise", "σηκώνω ή ανεβάζω" "overhead", "εναέριος αιωρούμενος ψηλά ή πάνω από το κεφάλι μου" "compartment", "διαμέρισμα τμήμα κουπέ" "incentive", "κίνητρο ελατήριο αμοιβή απολαβές" "host", "οικοδεσπότης οικοδέσποινα παρουσιαστής παρουσιάστρια" "workspace", "χώρος εργασίας" "subtract", "κάνω αφαίρεση αφαιρώ βγάζω" "sum", "άθροισμα σύνολο πρόσθεση ποσό" "fountaine", "συντριβάνι ψύκτης Βρύση" "contractor", "εξωτερικός συνεργάτης εργολάβος εργολήπτης εργολήπτρια" "renovate", "ανακαινίζω" "drop off", "πτώση μείωση" "regarding [prep]", "σχετικά αναφορικα προς" "clue", "στοιχείο ένδειξη ιδέα" "turnout", "προσέλευση συμμετοχή παρίσταμαι παρευρίσκομαι παρακολουθώ" "devote [v]", "Αφιερώνω αφιερωνομαι αφοσιωνομαι" "vacant", "κενός ελεύθερος διαθέσιμος" "determine", "καθορίζω προσδιορίζω εξακριβώνω διαπιστώνω" "disruption", "διακοπή αναστάτωση διαταραχή" "permit", "επιτρέπω άδεια" "parcel", "δέμα πακέτο οικόπεδο αγροτεμάχιο" "enroll", "δηλώνω συμμετοχή κάνω εγγραφή η εγγράφομαι" "gown", "ρόμπα μπουρνούζι ή τουαλέτα [βραδινό φόρεμα]" "injury", "τραυματισμός τραύμα βλάβη πλήγμα" "usher", "συνοδός συνοδεύω ταξιθέτης" "footage", "αμοντάριστο υλικό ή εμβαδόν σε τετραγωνικά μέτρα" "senior", "ανώτερος μεγαλύτερος παλαιότερος πρεσβύτερος τελειόφοιτος" "insufficient", "ανεπαρκής" "though", "Ωστόσο παρόλο που μολονότι αν και" "chain", "αλυσίδα" "stating", "Πολιτεία κράτος δηλώνω διατυπώνω εκθέτω παραθέτω περιγράφω" "outage", "διακοπή ή διακοπή λειτουργίας" "Patron", "χορηγός χρηματοδότης υποστηρικτής πελάτης θαμώνας" "accent", "προσφορά τόνος τονίζω έμφαση" "Procrastination", "αναβλητικότητα" "Divide", "χωρίζω διαχωρίζω διαιρώ" "wrinkled", "τσαλακωμένο" "bake", "ψήνω" "awkward", "αδέξιος άγαρμπος δύσκολος παράξενος περίεργος" "concern", "απασχολώ αφορώ ανησυχώ προβληματίζω ενδιαφέρω" "envious [adj]", "φθονερός ζηλόφθονος γεμάτος ζήλια" "Lakefront [n]", "δίπλα σε ακτή ή παραλίμνιος" "Workshop [n]", "εργαστήριο ή σεμινάριο" "anticipated [adj]", "αναμενόμενο" "anticipate [vtr]", "αναμένω προσδοκώ" "book fair [n]", "παζάρι βιβλίου η έκθεση βιβλίου" "attainment [n]", "επίτευξη επιτυχία επίτευγμα κατόρθωμα" "approve", "Εγκρίνω αποδέχομαι" "revision", "διόρθωση αλλαγή αναθεώρηση" "overdue", "καθυστερημένος αργοπορημένος που έχει ήδη αργήσει" "squeeze", "πατάω πιέζω συμπιέζω" "pledge", "υπόσχεση δέσμευση όρκος δείγμα ένδειξη ενέχυρο" "detach", "αφαιρώ αποχωριζω αποκοπτω απoσπάω αποσπώ αποσυνδέω" "equitable", "δίκαιος" "get off [v]", "αποβιβάζομαι κατεβαίνω" "despair", "απόγνωση απελπισία " "bounce off", "αναπηδάω αναπηδώ " "supplemental", "συμπληρωματικός πρόσθετος επιπρόσθετος" "decontamination [n]", "απολύμανση" "sigh[v] [sigh (n)]", "αναστενάζω ξεφυσάω ξεφυσώ αναστεναγμός" "intoxication", "μέθη νάρκωση δηλητηρίαση" "prolonged", "παρατεταμένος" "depict", "αναπαριστώ απεικονίζω" "keen", "φανατικός ενθουσιώδης μανιώδης παθιασμένος" "tentatively [adv]", "προσωρινά διστακτικα δοκιμαστικά" "reprise", "επανάληψη ξαναρχίζω επαναλαμβάνω" "dispatched", "σταλθείς απεσταλμένος αποστέλλω στέλνω" "Unbeknownst", "εν αγνοία χωρίς να το ξέρει" "sighted", "που θεάθηκε που παρατηρήθηκε που εντοπίστηκε" "Mansion", "αρχοντικό έπαυλη πολυκατοικία" "hill", "λόφος" "on the verge of", "στα πρόθυρα στο χείλος του" "sneak preview", "μια πρώτη γεύση" "bearing", "φέρσιμο τρόπος συμπεριφορά" "attain [v]", "επιτυγχάνω πετυχαίνω κατορθώνω (καθομιλουμένη: το στόχο)πιάνω" "sound asleep [adj]", "που κοιμάται βαθιά η που κοιμάται του καλού καιρού" "mainly", "κυρίως ως επί το πλείστον κατά κύριο λόγο κατ' εξοχήν" "diligently [adv]", "εργατικά επιμελώς" "splendid [adj+adv]", "υπέροχος θαυμάσιος εξαιρετικός [επιθ] υπέροχα θαυμάσια εξαιρετικά [επίρ]" "perseverance [n]", "επιμονή [ουσ θηλ] πείσμα" "reveal", "αποκαλύπτω φανερώνω προδίδω μαρτυρώ" "attribute", "χαρακτηριστικό γνώρισμα [ουσ ουδ] ιδιότητα [ουσ θηλ] προσόν [θετικό χαρακτηριστικό]" "scorn [n+vtr]", "περιφρόνηση καταφρόνηση απορρίπτω αρνούμαι" "grin", "χαμόγελο πλατύ χαμόγελο " "liability [n]", "ευθύνη υποχρέωση" "disciplinary [adj]", "πειθαρχικός" "prosecution [n]", "δίωξη" "ensure [vtr]", "εξασφαλίζω" "proper [adj]", "κατάλληλος πρέπων αρμόζων" "in the wake of", "στον απόηχο ή μετά από" "in light off", "υπό το φώς" "attitude [n]", "τρόπος στάση φέρσιμο " "abolish [v]", "καταργώ εξαλειφω απαλειφω καταλύω" "banquet", "συμπόσιο επίσημο δείπνο" "agitation", "αναταραχή η αναστάτωση η σύγχυση" "settle", "τακτοποιώ διευθετώ" "containment", "περιορισμός συγκράτηση" "narrow", "Στενός ή περιορισμένος" "top-tier", "κορυφαιου επιπεδου" "correlation", "συσχέτιση σύνδεση συσχετισμός" "wage [n]", "αμοιβή πληρωμή [ουσ θηλ] [μηνιαίος] μισθός [ουσ αρσ] Ημερομίσθιο [για μία μέρα] μεροκάματο [ουσ ουδ] [για μία νύχτα] νυχτοκάματο" "claim", "ισχυρισμός διεκδίκηση απαίτηση [ουσ θηλ] [επίσημο] αξίωση" "unmistakable[adj]", "αδιαμφισβήτητος εμφανής ξεκάθαρος ολοφάνερος" "regard", "θεωρώ εκτιμώ αφορώ σέβομαι έχω σε υπόληψη χαίρω εκτίμησης παρατηρώ κοιτάζω επίμονα κοιτάζω προσεκτικά" "escalate", "κλιμακωνεται" "cluster", "ομαδοποιούμαι συγκεντρώνομαι" "thankful [adj for/to]", "ευγνώμων" "rolled out", "παρουσιάζω [ρ μ] (εμπορικό προϊόν) λανσάρω [ρ μ] (εμφατικός τύπος) πρωτοπαρουσιάζω" "audit [ n OR v ]", "έλεγχος λογιστικός έλεγχος οικονομικός έλεγχος ελέγχω" "establish", "ιδρύω εγκαθιδρύω καθορίζω καθιερώνω επιβάλλω εξακριβώνω διαπιστώνω καταδεικνύω" "labor", "σκληρή δουλειά μόχθος κόπος εργατικά χέρια εργάζομαι σκληρά μοχθώ κοπιάζω κοπιάζω να κάνω κάτι κοπιάζω να πετύχω" "Thrift", "λιτότητα οικονομία αποταμίευση" "spontaneous", "αυθόρμητος ή παρορμητικός" "unambiguous", "ξεκάθαρος" "susceptible [adj]", "ευπαθής επιδεκτικός [επίθ] ευαίσθητος ευάλωτος που έχει την τάση να κάνει κτ που εντυπωσιάζεται από κτ που συγκινείται από" "curfew", "απαγόρευση κυκλοφορίας" "confirmation", "επιβεβαίωση βεβαίωση" "fine", "καλά εντάξει μια χαρά πρόστιμο κλήση" "distinction", "διαφορά διάκριση αντίθεση διαφοροποιηση" "reside", "ζω κατοικώ διαμένω" "interventional", "παρεμβατικος μεσολαβητικος" "restraint", "περιορισμός συγκράτηση" "compromise", "συμβιβασμός" "Consequently [adv]", "συνεπώς επομένως [επίρ]" "Thus [adv]", "έτσι [επίρ] με αυτό τον τρόπο [φρ ως επίρ] [επίσημο] κατ' αυτό τον τρόπo" "furthermore", "επιπλέον επιπροσθέτως επίσης ακόμα" "peculiarity [n]", "ιδιαιτερότητα [ουσ θηλ] ιδιομορφία ιδιοτυπία [ουσ θηλ] [αρνητικό νόημα] εκκεντρικότητα παραξενιά [ουσ]" "Moreover", "επιπλέον" "foresee", "προβλέπω" "reams [n]", "σωρός [ουσ αρσ] [καθομ: μεγάλο κείμενο] κατεβατό" "disperse", "σκορπίζομαι διασκορπίζομαι (πλήθος) σκορπίζω διασκορπίζω" "nifty [adj --- great excellent]", "φανταστικός" "weariness", "κούραση κόπωση εξάντληση" "apathy", "απάθεια" "sanitize", "απολυμαίνω ωραιοποιώ ευπρεπίζω" "grime", "μουντζούρα βρομιά λίγδα" "revenant", "φάντασμα αναστηθείς αναστημένος" "ruthless", "αδίστακτος ανελέητος" "barely [adv]", "ίσα που μόλις [επίρ] (καθομιλουμένη) με το ζόρι" "lethal [adj]", "θανατηφόρος θανάσιμος φονικός" "squander", "σπαταλάω σπαταλώ[ρ μ] κατασπαταλώ [ρ μ]" "commence", "αρχίζω ξεκινάω ξεκινώ" "inherited [adj]", "κληρονομικός [επίθ] που το έχω κληρονομήσει που το έχω πάρει" "inherit [v]", "κληρονομώ" "intention", "πρόθεση [ουσ θηλ] σκοπός στόχος" "angst", "αγχος" "ghastly", "αποτρόπαιος φρικτός τρομερός αποκρουστικός" "luminous", "φωτεινός λαμπερός λαμπρός" "exegesis", "εξήγηση επεξήγηση ερμηνεία" "salvage", "περισώζω περισυλλέγω [ρ μ] (καθομιλουμένη) σώζω" "plight", "δεινά [ουσ ουδ πλ] (μεταφορικά) γολγοθάς [ουσ αρσ] (καθομιλουμένη) παλιοκατάσταση" "genial", "καλοσυνάτος γλυκομίλητος ευκοινώνητος συμπαθητικός" "association", "οργάνωση ή ένωση ή συσχέτιση ή σύνδεσμος ή συσχετισμός" "impression", "εντύπωση" "juncture", "συγκυρία περίσταση κρίσιμη χρονική στιγμή εκείνη την περίοδο εκείνη την χρονική στιγμή" "pesky", "ενοχλητικός" "odd", "παράξενος περίεργος εκκεντρικός ιδιόμορφος αλλόκοτος περιτος" "thrive", "αναπτύσσομαι ακμάζω [ρ αμ] (μεταφορικά) ανθώ ευδοκιμώ ευημερώ [ρ αμ] (καθομιλουμένη) πάω πολύ καλά" "lapse [v / n]", "λάθος σφάλμα απώλεια [ουσ θηλ] [(τη συγκέντρωσή μου)] χάνω λήγω" "courtrous [adj (polite)]", "ευγενής ευγενικός" "origin", "καταγωγή προέλευση" "dazzling [adj]", "εκθαμβωτικός [επίθ] εντυπωσιακός" "hatching [n]", "εκκόλαψη γραμμοσκίαση [ουσ θηλ]" "pour", "σερβίρω [ρ μ] (πιο απλά) βάζω [ρ μ]" "confiscate", "κατάσχω" "groceries", "φαγώσιμα τρόφιμα [ουσ ουδ πλ] [πιο γενικά] ψώνια" "consider", "θεωρώ λαμβάνω υπόψιν σκέφτομαι αναλογίζομαι" "pattern", "συμβαδίζω ακολουθώ σχήμα διάταξη μοτίβο" "conversely [adv]", "αντίστροφα αντιστρόφως [επίρ] αντίθετα αντιθέτως" "mention", "αναφορά αναφέρω" "particular", "ιδιαίτερος ξεχωριστός συγκεκριμένος" "substance", "νόημα [ουσ ουδ] περιεχόμενο [ουσ ουδ] ουσία [ουσ θηλ]" "discrete [adj]", "χωριστός ξεχωριστός" "nuance [n]", "λεπτή διαφορά [επίθ + ουσ θηλ] μικροδιαφορά [ουσ θηλ] μικροδιαφοροποίηση [ουσ θηλ]" "Manipulate", "χειραγωγώ χειρίζομαι" "concession [n]", "παραχώρηση [ουσ θηλ] παράδοση δικαίωμα προνόμιο" "perceive", "Αντιλαμβάνομαι καταλαβαίνω" "parade", "πορεία πομπή παρευλανω" "contender [n]", "διαγωνιζόμενος [μτχ ενεστ] υποψήφιος υποψήφια [ουσ αρσ ουσ θηλ] αυτός που αγωνίζεται [για κπ] αυτός που διαγωνίζεται [για κτ περίφρ]" "abbreviation [n]", "σύντμηση συντόμευση [ουσ θηλ] σύντομη εκδοχή [επίθ + ουσ θηλ]" "poverty [n]", "φτώχεια [ουσ θηλ] ανέχεια" "ware", "ενήμερος" "glad", "ευτυχής" "unable", "ανίκανος" "blow", "φυσάω φυσώ χτύπημα εκρήγνυμαι" "breeze", "αεράκι αύρα κινούμαι με αέρα κινούμαι με άνεση"
Download CSV